κολύμβημα

κολύμβημα
κολύμβημα, το και κολύμπημα, το, -ατος
η πράξη και το αποτέλεσμα του κολυμπώ, κολύμπι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κολύμβημα — το βλ. κολύμπημα …   Dictionary of Greek

  • νεύσις — (I) νεῡσις, ἡ (ΑΜ) βλ. νεύση. (II) νεῡσις, ἡ (Α) κολύμβηση, κολύμβημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νευσ τού νέω (Ι) «κολυμπώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”