- κολύμβημα
- κολύμβημα, το και κολύμπημα, το, -ατοςη πράξη και το αποτέλεσμα του κολυμπώ, κολύμπι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.